- αζήτητος
- -η, -οαυτός που δε ζητιέται: Στις αποθήκες του τελωνείου υπάρχουν πολλές φορές αζήτητα εμπορεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀζήτητος — masc/fem nom sg ἀζητητος unexamined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… … Dictionary of Greek
ἀζητήτως — ἀζήτητος adverbial ἀζήτητος masc/fem acc pl (doric) ἀζητητος unexamined adverbial ἀζητητος unexamined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήτητον — ἀζήτητος masc/fem acc sg ἀζήτητος neut nom/voc/acc sg ἀζητητος unexamined masc/fem acc sg ἀζητητος unexamined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζητήτοις — ἀζήτητος masc/fem/neut dat pl ἀζητητος unexamined masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζητήτου — ἀζήτητος masc/fem/neut gen sg ἀζητητος unexamined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζητήτους — ἀζήτητος masc/fem acc pl ἀζητητος unexamined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζητήτῳ — ἀζήτητος masc/fem/neut dat sg ἀζητητος unexamined masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήτητα — ἀζήτητος neut nom/voc/acc pl ἀζητητος unexamined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήτητοι — ἀζήτητος masc/fem nom/voc pl ἀζητητος unexamined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)